- αὐτοδέσποτος
- αὐτοδέσποτοςat one's own willmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοδέσποτος — η, ο (AM αὐτοδέσποτος, ον) νεοελλ. αυτοδιοικούμενος, αυτεξούσιος μσν. «αυτοδέσποτοι μοναί» μοναστήρια με δική τους διοίκηση, που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής αρχ. κύριος του εαυτού του … Dictionary of Greek
αὐτοδεσπότως — αὐτοδέσποτος at one s own will adverbial αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδέσποτον — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem acc sg αὐτοδέσποτος at one s own will neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδεσπότου — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem/neut gen sg αὐτοδεσπότης absolute master masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδεσπότῳ — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδέσποτοι — αὐτοδέσποτος at one s own will masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱՏԷՐ — ( ) NBH 1 0195 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ԱՆՁՆԱՏԷՐ կամ ԱՆՁՆՏԷՐ αὑτοδέσποτος, κυρία ἐαυτῆς sui juris, arbitrii; sui potestatem habens Տէր անձինն. ինքնիշխան. ինքնագլուխ. *Ոգիքն ʼի սկզբանէ անձնատէր կամակար եղեալ էին. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 11: *Ոչինչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)